- σατραπηίην
- σατραπηΐην , σατραπείαsatrapyfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατραπεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σατραπηΐη και ξατραπεία Α [σατραπεύω] 1. το αξίωμα τού σατράπη, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ασκούσε το αξίωμά του αυτό 2. επαρχία τού αρχαίου περσικού κράτους η οποία βρισκόταν υπό την διοίκηση τού σατράπη («τὴν οἱ… … Dictionary of Greek